- πετραρχικός
- -ή, -ό, Ν [Πετράρχης]ο σχετικός με τον Πετράρχη ή με το έργο του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φράνκο, Νικολό — (Franco, Μπενεβέντο 1515 – Ρώμη 1570). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Δημοσίευσε στη Νάπολη, το 1535, τη συλλογή λατινικών επιγραμμάτων, Ισαβέλλα, ως ύμνο προς την αντιβασίλισσα Ισαβέλλα της Κάπουα. Στη συνέχεια πήγε στη Βενετία, όπου… … Dictionary of Greek